- νοσοκόμος
- Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες.
Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές αρετές, πρέπει να έχει και ειδικές θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις, γι’ αυτό και εκπαιδεύεται σε ειδικές Σχολές Αδελφών. Πρωτοπόρος στην οργάνωση σχολών του είδους, υπήρξε η Αγγλίδα Φλόρενς Ναϊτιγκέιλ, που το 1854, στον Κριμαϊκό πόλεμο, αγωνίστηκε για την επιστημονική και την επαγγελματική μόρφωση του νοσοκομειακού κλάδου.
* * *ο, η, θηλ. και νοσοκόμα (ΑΜ νοσοκόμος, Α και ιων. τ. νουσοκόμος)άτομο που περιθάλπει τους ασθενείςνεοελλ.1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την παροχή νοσηλείας σε ασθενείς σε ειδικό νοσηλευτικό ίδρυμα ή και στο σπίτι2. φρ. «στρατιωτικός νοσοκόμος»στρ. κληρωτός ή έφεδρος που ανήκει σε ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού ειδικά εκπαιδευμένου σε στρατιωτικά υγειονομικά κέντρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος / νοῦσος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νηπιο-κόμος].
Dictionary of Greek. 2013.